- ελαιοχρωματισμός
- οτο βάψιμο με ελαιοχρώματα, το λαδομπογιάτισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαιοχρωματισμός — ο το λαδομπογιάντισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαδομπογιάτισμα — το [λαδομπογιατίζω] ελαιοχρωματισμός … Dictionary of Greek